- απομαλθακιζομαι...
- ἀπομαλθακίζομαι...ἀπομαλακόομαι, ἀπομαλθᾰκίζομαιPlut. = ἀπομαλακίζομαι См. απομαλακιζομαι
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπομαλθακισθείς — ἀπομαλθακίζομαι aor part mp masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαλθακίζεσθαι — ἀπομαλθακίζομαι pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)